-
1 ἀπό
ᾰπό (1ἄπο O. 3.9
, O. 1.13, P. 5.7, N. 3.8 84, I. 4.53, Πα. 20. 11, 13)1 prep. c. gen.a with a verb of motion, fromΠίσα τᾶς ἄπο νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9
Ἴστρου ἄπο σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων O. 6.99
Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς O. 7.33
ἀπὸ Μαντινέας O. 10.70
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων P. 2.3
ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.26
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο P. 4.133
ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον P. 8.41
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνας N. 5.3
φεῦγε γὰρ πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν ἦλθ' ἀνήρ I. 4.53
b out of, from out of, from, generallyἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73
[ἀπ byz.: ὑπ codd. O. 5.14]φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5
θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις O. 9.58
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου βάλλων O. 13.88
[ ἀπὸ coni. Stone: ἐρέω codd.: ἄρα Wil. P. 1.77]φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.17
καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.16
χρὴ δ' ἀπἈθανᾶν τέκτον' ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18
ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28
ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.60
—1.ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2* ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 6. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.c down fromΔωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
εὖτ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς N. 10.61
dI far from, deprived ofἌτλας οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
II from offδρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
eI won fromἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, δύο δ' ἀπὸ Κίρρας P. 7.16
πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.59
II coming fromσυμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.34
ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος fr. 106. 5. ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.III begotten fromυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας N. 6.35
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5.f from the time of, sinceἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος O. 7.93
νιν κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.7
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας. Σ.) P. 5.114τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
g ἀπὸ γλώσσας, simm.αἶνος ὃν ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3.h from, as a result ofκοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος O. 13.76
2 in tmesis.ἀπὸ ἔχειν O. 2.69
ἀπὸ ῥίψον O. 9.35
ἀπὸ εἴργοντες O. 13.59
ἀπὸ ἀμβλύνει P. 1.82
ἀπὸ λιπὼν P. 3.101
ἀπὸ δώσω P. 4.67
ἀπὸ ῥίψαις P. 4.232
ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
ἀπὸ δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἀπὸ ὤθεον fr. 166. 3.3 fragg. ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ἁμετέρας ἄπ[ο (supp. Lobel) fr. 59. 8. -
2 μάτηρ
1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 “ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 “ φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 “ ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1
“ ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον DexitheaΠα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.2 epith. of divinities.a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.3 met.,a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98bμᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2
ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.984 fragg.ματερ[ Pae. 3.6
]ματε[ρ Δ. 2. 32. -
3 φύω
a aor., be (born) θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος one born for excellence O. 10.20σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. πεδόθεν ἔφυν[ fr. 334a. 4.b med., grow “ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” (sc. τρίχες) O. 4.25 -
4 θνατός
1 mortalεἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπιοι σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
ἀνὴρ θνατὸς O. 13.31
θναταῖς φρασὶν P. 3.59
ἀνδράσι θνατοῖς P. 12.22
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν ( μακρὸς v. l.) N. 3.75 “ τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως i. e. of Kastor, as opposed to the divinely born Polydeukes N. 10.81θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42
θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 15. pro subs.,Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
τόκοςθνατῶν† (codd. contra metr.: ἀνδρῶν byz.) O. 10.9ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς P. 2.32
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν P. 3.103
“ θνατῶν φρένες” P. 4.139λόγοισι θνατῶν P. 6.16
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
θνατῶν φρένας I. 2.43
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
θνατὰ θνατοῖσι πρέπει I. 5.16
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.6
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. -
5 φύω
φύω, Il.6.148, etc.; [dialect] Aeol. [full] φυίω fort. leg. in Alc.97: [tense] impf. ἔφυον, [dialect] Ep.[ per.] 3sg.Aφύεν Il.14.347
: [tense] fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT 438: [tense] aor.ἔφῡσα Od.10.393
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: [tense] fut. , Hp.Mochl.42, Pl.Lg. 831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, [tense] pf.πέφῡκα Od.7.114
, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3pl.πεφύᾱσι Il.4.484
, Od.7.128; [ per.] 3sg. subj. πεφύῃ ([etym.] ἐμ-) Thgn.396; [dialect] Ep. part. fem. πεφυυῖα ([etym.] ἐμ-) Il.1.513, acc. pl.πεφυῶτας Od.5.477
; [dialect] Dor. inf.πεφύκειν Epich.173.3
: [tense] plpf.ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9
, Pl.Ti. 69e; [dialect] Ep.πεφύκειν Il.4.109
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. , Op. 149: [tense] aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: [dialect] Ep. [ per.] 3sg.φῦ Il.6.253
, etc., [ per.] 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also [ per.] 3pl. of [tense] aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω orφυῶ E.Fr.377.2
, Pl.R. 415c, 597c, Hp.Carn.12; [ per.] 3sg. opt.φύη Theoc.15.94
, ([etym.] συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, [dialect] Ep.φύμεναι Theoc. 25.39
,φῦν Parm.8.10
; part.φύς Od.18.410
, etc., [dialect] Boeot. fem.φοῦσα Corinn.21
: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 ([place name] Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb. 5883 ([place name] Cyrene): later, [tense] fut. , [voice] Pass.φυήσομαι Gp.2.37.1
, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): [tense] aor. 2 [voice] Pass.ἐφύην J.AJ18.1.1
, prob. in BSA28.124 ([place name] Didyma), ([etym.] ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf.φυῆναι Dsc.2.6
, ([etym.] ἀνα-) D.S.1.7; part.φῠείς Hp.Nat.Puer.22
, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: [tense] aor. 1 [voice] Pass.συμ-φυθείς Gal. 7.725
. [Generally [pron. full] ῠ before a vowel, [dialect] Ep., Trag. (A.Th. 535, S.Fr. 910.2), etc., [pron. full] ῡ before a consonant; butφῡει Trag.Adesp.454.2
,φῡεται S.Fr.88.4
, Trag.Adesp. 543 ( = Men.565); ; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr. 680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi,προσφῡονται Nic.Al. 506
,φῡουσιν D.P.1031
; also in compds.]A trans., in [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. 1 [voice] Act.:—bring forth, produce, put forth,φύλλα.. ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148
; , cf. 1.235, Od.7.119, etc.;ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba. 651
; so τρίχες.., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th. 535;φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19
; of a country, ;ὅσα γῆ φύει Pl.R. 621a
, cf. Anaxag.4.2 beget, engender, E.Ph. 869, etc.;Ἄτλας.. θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3
, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT 1019, Ar.V. 1472 (lyr.);ὁ φ. πατήρ E.Hel.87
;ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc. 290
;τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8
; of both parents,γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT 436
;οἱ φύσαντες E.Ph.34
, cf. Fr. 403.2;φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt. 274a
;ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404
; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib. 438; .3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29;φ. πτερά Ar. Av. 106
, Pl.Phdr. 251c; ; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA 518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El. 1463 (but alsoθεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant. 683
): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; ; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91;θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.
in PSI11.1208.15;αὑτῷ πόνους φῦσαι S. Ant. 647
.II in [tense] pres. seemingly intr., put forth shoots,εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101
;δρύες.. φύοντι Theoc.7.75
, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97;ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXXDe. 29.18
.B [voice] Pass., with intr. tenses of [voice] Act., [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world,θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190
, cf. 5.481; ;τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109
, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352;φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138
, cf. 1.193; growing there,Id.
2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5;τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra. 410d
, cf. Phd. 110d, Plt. 272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133;φύονται πολιαί Pi.O.4.28
; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); is produced,X.
Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R. 564b, Lg. 757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense [tense] aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.2 of persons, to be begotten or born, most freq. in [tense] aor. 2 and [tense] pf.,ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27
;τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag. 1342
(anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC 1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς.. γεραιτέρᾳ ib. 1294; ; φύς τε καὶ τραφείς ib. 396c;μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7
, cf. Pl.Smp. 197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one, , cf. S.OC 1379, etc.;θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61
, cf. S.OT 1359 (lyr.), Ant. 562;ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT 610
; , etc.;φ. ἔκ τινος S.OT 458
, E.Heracl. 325, Pl.R. 415c, etc.;ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24
, etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30;ἐκ θεῶν γεγονότι.. διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24
.II in [tense] pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες .. S.Fr. 88.4;πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13
; the [tense] pf. and [tense] aor. 2 take a [tense] pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα ([etym.] - κώς), etc., S.Ph. 558, 1244, etc.;δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79
; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, (anap.), cf. Pl.Grg. 479d, etc.;εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41
, cf. Oec.10.2; [τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10
;τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56
: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1;δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6
;οὕτως πεφ. X.HG7.1.7
; alsoοἱ καλῶς πεφυκότες S.El. 989
, cf. Lys.2.20;οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R. 431c
: then, simply, to be so and so,φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr. 969
;θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers. 157
(troch.);γυναῖκε.. ἔφυμεν S.Ant.62
; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib. 575; : c. part.,νικᾶν.. χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052
;πρέπων ἔφυς.. φωνεῖν Id.OT9
, cf. 587;τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48
, cf. 11.41, X.Smp.4.54.2 c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so,τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr. 279
; ; , cf. Ant. 688;φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79
;πεφύκασι δ' ἅπαντες.. ἁμαρτάνειν Th.3.45
, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.;πέφυκε.. τρυφὴ.. ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c
.3 with Preps., γυνὴ.. ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med. 928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr. 322; also ;εἴς τι Aeschin.3.132
; most freq.πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh. 1355a16
;εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X. Mem.4.1.2
;πρὸς πόλεμον μᾶλλον.. ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R. 547e
;κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3
, etc.; alsoπρός τινι Id.Ath.2.19
(s. v.l., cf. Plb.9.29.10); alsoεὖ πεφ. κατά τι D.37.55
.4 c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot,πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος S.El. 860
(lyr.); ;ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος D.60.18
, cf. X.Cyr.4.3.19.6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; ; also expressed personally,τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68
: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44A i 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.)
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский